πολύγναθος

πολύγναθος
-η, -ο, Ν
αυτός που πάσχει από πολυγναθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + γνάθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυγναθία — η, Ν [πολύγναθος] ιατρ. τερατογονική δυσμορφία, κατά την οποία το έμβρυο φέρει στη μία γνάθο του και άλλες σιαγόνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”